ονίνημι

ονίνημι
(ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, -έομαι)
ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον
αρχ.
1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον
2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β' πρόσ.) ὄναιο
να χαίρεσαι, να χαρείς
3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β') ὀνήμενος
ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το σύστημα τού ρ. ὀνίνημι έχει σχηματιστεί από θ. ὀνᾱ- / ὀνη- (πρβλ. ὄνη-σις, ὀνή-τωρ, αόρ. ὤνησα, μέλλ. ὀνή-σω). Ο ενεστ. -νί-νη-μι (με ενεστωτικό διπλασιασμό και προθεματικό φωνήεν ο- και τα παράγωγά του ανάγονται πιθ. σε ρίζα με λαρυγγικό φθόγγο *-ә3n-eә2 (ή *-H3n-eH2). Ο αόρ. ὠνάμην είναι νεώτερος τού ὠνήμην, όπως και ο μέσος ενεστ. ὀνίναμαι, είναι υστερογενής, σχηματισμένος αναλογικά προς το ἵσταμαι. Προβλήματα γεννά η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή ενός τ. ono (που σήμαινε πιθ. «όφελος»), ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί σε ρίζα *ә3en (H3en). Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τού ρήματος με το αρχ. ινδ. nā-tha- «αρωγή, βοήθεια». Το θ. τού ρήματος ὀνίνημι εμφανίζεται σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Ὀνήτωρ, Ὀνήτης) και συγκεκριμένα σε σύνθ. ανθρωπωνύμια με α' συνθετικό Ὀνᾱσι
/ Ὀνησι- τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. Ὀνασαγόρας, Ὀνασίθεμος, Ὀνασίκυπρος, Ὀνησίβιος, Ὀνάσανδρος, Ὀνασίλος, Ὀνασώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀνίνημι — D Mort. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνιναμένων — ὀνίνημι D Mort. pres part mp fem gen pl ὀνίνημι D Mort. pres part mp masc/neut gen pl ὀνίνημι D Mort. pres part mid fem gen pl ὀνίνημι D Mort. pres part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνινάμεθα — ὀνίνημι D Mort. pres ind mp 1st pl ὀνίνημι D Mort. pres ind mid 1st pl ὀνίνημι D Mort. imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ὀνίνημι D Mort. imperf ind mid 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνινάμενον — ὀνίνημι D Mort. pres part mp masc acc sg ὀνίνημι D Mort. pres part mp neut nom/voc/acc sg ὀνίνημι D Mort. pres part mid masc acc sg ὀνίνημι D Mort. pres part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήσουσι — ὀνίνημι D Mort. aor subj act 3rd pl (epic) ὀνίνημι D Mort. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀνίνημι D Mort. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήσουσιν — ὀνίνημι D Mort. aor subj act 3rd pl (epic) ὀνίνημι D Mort. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀνίνημι D Mort. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησάντων — ὀνίνημι D Mort. aor part act masc/neut gen pl ὀνίνημι D Mort. aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνιναμένη — ὀνίνημι D Mort. pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀνίνημι D Mort. pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνιναμένου — ὀνίνημι D Mort. pres part mp masc/neut gen sg ὀνίνημι D Mort. pres part mid masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνιναμένους — ὀνίνημι D Mort. pres part mp masc acc pl ὀνίνημι D Mort. pres part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”